κακόρρυθμος

κακόρρυθμος
-η, ο (Α κακόρρυθμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κακό ρυθμό ή που δεν έχει ρυθμό, άρρυθμος, ακανόνιστος
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόρρυθμον
(για τον σφυγμό) έλλειψη ρυθμού, αρρυθμία τού σφυγμού.
επίρρ...
κακορρύθμως
με κακό ρυθμό, άρρυθμα, ακανόνιστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -ρρυθμος (< ῥυθμός), πρβλ. ιδιό-ρρυθμος, ομοιόρρυθμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακόρρυθμος — in bad rhythm masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόρρυθμον — κακόρρυθμος in bad rhythm masc/fem acc sg κακόρρυθμος in bad rhythm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακορ(ρ)υθμία — η [κακόρρυθμος] κακός ρυθμός, έλλειψη ρυθμού, αρρυθμία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”